- μενθήρη
- μενθήρη, ἡ (Α)η φροντίδα, η μέριμνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θ. μενθ- (βλ. λ. μανθάνω) + επίθημα -ήρη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μενθήρη — fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μενθήραις — μενθήρη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μενθήρης — μενθήρη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
μενθηρίζω — (Α) [μενθήρη] φροντίζω, μεριμνώ … Dictionary of Greek
μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… … Dictionary of Greek
mendh- — mendh English meaning: to pay attention to; vivacious Deutsche Übersetzung: ‘seinen Sinn worauf richten, lebhaft sein” Material: O.Ind. mēdhü “Weisheit, discernment, Verstand”, Av. mazdü, mazdüh n. “Gedachtnis, Erinnerung”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary